χερσώνω

χερσώνω
[-ώ (ο)] μετ. с.-х. оставлять (згмлю) под паром, под залежь;

χερσώνομαι — лежать под паром


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "χερσώνω" в других словарях:

  • χερσώνω — χερσῶ, όω, ΝΜΑ [χέρσος] (το παθ.) χερσώνομαι και χερσοῡμαι, όομαι (για τόπο) γίνομαι χέρσος, γίνομαι ξερός, άφορος και άγονος (α. «ο κόσμος έχει φύγει τ αμπέλια έχουν χερσωθεί» β. «γῆν καταλαβὼν κεχερσωμένην», Πλούτ. γ. «τὸ χερσωθὲν ἔδαφος»,… …   Dictionary of Greek

  • χερσώνω — χέρσωσα, χερσώθηκα, χερσωμένος, κάνω χέρσο κάποιον τόπο, τον κάνω ξερότοπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεχερσώνω — μεταβάλλω χέρσα γη σε καλλιεργήσιμη, εκχερσώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ χερσώνω (αόρ. ἐξ εχέρσωσα), βλ. και λ. ξ(ε) ] …   Dictionary of Greek

  • χέρσωμα — το, Ν [χερσώνω] το να γίνεται κάτι χέρσο …   Dictionary of Greek

  • χερσώ — όω, ΜΑ βλ. χερσώνω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»